ιριδίδες

ιριδίδες
Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα γραμμοειδή, στενά ή πλατιά σαν ταινία, και άνθη με περιγόνιο σωληνοειδές στη βάση, του οποίου τα τρία εξωτερικά φύλλα καμπυλώνουν προς τα έξω και τα τρία εσωτερικά, επάλληλα προς τα πρώτα, όρθια, συγκλίνουν στην κορυφή. Η ίρις η γερμανική είναι από τα πιο διαδεδομένα είδη των ι. Ημιαυτοφυές στην Ελλάδα, καλλιεργείται σε όλη τη χώρα για τα άνθη της, που είναι κυανοϊώδη με πώγωνα κίτρινο στα εξωτερικά φύλλα του περιγονίου. Τα είδη της ίριδας είναι πολυάριθμα. Η ίρις η φλωρεντινή δίνει λευκά, εύοσμα άνθη με πώγωνα κίτρινο στα εξωτερικά φύλλα του περιγονίου· η ίρις η ψευδόκορη φέρει κίτρινα άνθη και φύεται στα τέλματα και στις όχθες των ρυακιών σχεδόν σε όλη την Ελλάδα· η ίρις η φοετιντίσιμη, με την κοινή ονομασία κρίνο των νεκρών, συναντάται στα δάση της μεσογειακής ζώνης και είναι φυτό με άσχημη οσμή και με εξωτερικά φύλλα περιγονίου μοβ ωχρά και εσωτερικά μικρά, κίτρινα· η ίρις η πούμιλα της Ασίας είναι νάνος, με άνθη κόκκινα ή μοβ· η ίρις η ζούνκεα της Αφρικής έχει εδώδιμους βολβούς· άλλα γνωστά είδη είναι η ίρις η ξιφιοειδής της Πορτογαλίας και η ίρις ξίφιο της Ισπανίας. Στην Ελλάδα αυτοφύονται τα εξής είδη: ίριον το σιουρίγχιον, ίρις η αττική, ίρις η κιτρινωπή, ίρις η ωχρή, ίρις η αγρωστοειδής, ίρις η κρητική, ίρις η σιντενίσεια. Από τα ριζώματα της ίριδας της γερμανικής και της ίριδας της φλωρεντινής, όταν πλυθούν, αποξηρανθούν και αποφλοιωθούν, εξάγεται ευχάριστο άρωμα, παρόμοιο με του μενεξέ, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία· από την απόσταξή του εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται και αυτό στην αρωματοποιία. Γι’ αυτό τον σκοπό, τα δύο αυτά είδη ίριδας καλλιεργούνται στην Ιταλία (Φλωρεντία, Βερόνα) και στη Γαλλία.
* * *
οι
οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής τάξης ιριδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. iridaceae < irid- τού iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -aceae (πρβλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερίνη — η γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας ιριδίδες …   Dictionary of Greek

  • ιξία — η (Α ἰξία) [ιξός] νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας ιριδίδες αρχ. 1. ο ιξός* 2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός 3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα 4. ο κιρσός …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • λαπεϋρουζία — και λαπεϋρουσία, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lapeyrousia < όν. τού Jean Francois de Galaup de La Perouse, Γάλλου ναυτικού και εξερευνητή] …   Dictionary of Greek

  • λιβερτία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες …   Dictionary of Greek

  • μοραιά — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moraea < νεολατ. moraea από το όν. τού Robert Μore, Άγγλου συλλέκτη εξωτικών φυτών] …   Dictionary of Greek

  • ρομουλέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη …   Dictionary of Greek

  • σισυρίγχιο — το / σισυριγχίον, ΝΑ βοτ. νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη, με 80 περίπου είδη ποών που απαντούν στην Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες αρχ. το ποώδες φυτό ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σπάραξη — η / σπάραξις, άσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη και περιλαμβάνει 4 έως 6 είδη πολυετών ποωδών φυτών με σωληνοειδή ή χοανοειδή άνθη αρχ. σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”